Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυκοτύχη — ἡ, Μ είδος εμπλάστρου … Dictionary of Greek
φικοτύχη — ἡ, Α (δ. γρφ·) βλ. φυκοτύχη … Dictionary of Greek